ξεφύσημα

ξεφύσημα
το [ξεφυσώ]
1. ορμητική έξοδος αέρα από το στόμα ή από το στόμιο ενός αντικειμένου («το ξεφύσημα τής ατμομηχανής»)
2. δυσκολία στην αναπνοή μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχητό, λαχάνιασμα
3. βαθύς αναστεναγμός
4. (κατ' ευφημ.) πορδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεφύσημα — το, ατος 1. ορμητική έξοδος αέρα: Το ξεφύσημα της μηχανής. 2. λαχάνιασμα, κοντανάσασμα: Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τον έπιασε ξεφύσημα. 3. έξοδος αέρα από το έντερο, αλλ. πορδή. 4. βαθύς αναστεναγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφύσηση — η (Α ἐκφύσησις) η ενέργεια τού εκφυσώ, ξεφύσημα …   Dictionary of Greek

  • μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”